κυνικότης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | κυνικότης | αἱ | κυνικότητες | ||||
γενική | τῆς | κυνικότητος | τῶν | κυνικοτήτων | ||||
δοτική | τῇ | κυνικότητι | ταῖς | κυνικότησι(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | κυνικότητα | τὰς | κυνικότητᾰς | ||||
κλητική ὦ! | κυνικότης | κυνικότητες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κυνικότης, -ητος θηλυκό
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ σελ. 582, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου