κυνόδοντας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κυνόδοντας οι κυνόδοντες
      γενική του κυνόδοντα των κυνοδόντων
    αιτιατική τον κυνόδοντα τους κυνόδοντες
     κλητική κυνόδοντα κυνόδοντες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
η θέση των κυνόδοντων της άνω γνάθου στην οδοντοστοιχία του ενηλίκου και του παιδιού

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κυνόδοντας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κυνόδους < κυν- (< κύων) + οδοντ- (< ὀδούς) + -ας

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ciˈno.ðon.das/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κυ‐νό‐δο‐ντας

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κυνόδοντας αρσενικό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]