κυπέλλωση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κυπέλλωση οι κυπελλώσεις
      γενική της κυπέλλωσης* των κυπελλώσεων
    αιτιατική την κυπέλλωση τις κυπελλώσεις
     κλητική κυπέλλωση κυπελλώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, κυπελλώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κυπέλλωση < κύπελλο + -ωση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κυπέλλωση θηλυκό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • κυπέλλωση - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]