κυπαρισσέλαιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κυπαρισσέλαιο | τα | κυπαρισσέλαια |
γενική | του | κυπαρισσέλαιου & κυπαρισσελαίου |
των | κυπαρισσέλαιων & κυπαρισσελαίων |
αιτιατική | το | κυπαρισσέλαιο | τα | κυπαρισσέλαια |
κλητική | κυπαρισσέλαιο | κυπαρισσέλαια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κυπαρισσέλαιο < κυπαρίσσ(ι) + -έλαιο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κυπαρισσέλαιο ουδέτερο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κυπαρισσέλαιο
|