κυπελλοφόρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | κυπελλοφόρα | ||
γενική | των | κυπελλοφόρων | ||
αιτιατική | τα | κυπελλοφόρα | ||
κλητική | κυπελλοφόρα | |||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κυπελλοφόρα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου κυπελλοφόρος < ελληνιστική κοινή κυπελλοφόρος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κυπελλοφόρα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (βοτανική) δικοτυλήδονα φυτά με περίβλημα σαν κύπελλο
Υπώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κυπελλοφόρα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βοτανική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)