κυπριακό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική το κυπριακό
      γενική του κυπριακού
    αιτιατική το κυπριακό
     κλητική κυπριακό
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κυπριακό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου κυπριακός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κυπριακό ουδέτερο, μόνο στον ενικό

  1. (πολιτική) το ζήτημα που αφορά τη κατάληψη της Κύπρου από άλλες δυνάμεις και οι προσπάθειες επίλυσης του προβλήματος
  2. (κατ’ επέκταση) οποιοδήποτε δύσκολο ή/και χρονίζον πρόβλημα ή ζήτημα

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

κυπριακό