κυρηναϊκός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κυρηναϊκός < Κυρήν(η) + -α- + -ικός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο[επεξεργασία]
κυρηναϊκός -ή, -ό
- σχετικός με την Κυρήνη (την αρχαία πόλη της Βόρειας Αφρικής)
- ※ Το σίλφιο των Ελλήνων και των Ρωμαίων είναι ο χυμός, που προέρχεται από το φυτό Thapsia garganica L, που φύεται στην Κυρρηναϊκή (κυρηναϊκός οπός). (Ιστορία της Φαρμακευτικής, Ελένη Σκάλτσα, σελ. 20, ΣΕΑΒ, ISBN: 978-960-603-333-9)
- εκπρόσωπος της κυρηναϊκής φιλοσοφικής σχολής
- ※ Οπως και ο κυνικός, έτσι και ο κυρηναϊκός, στραμμένος καθώς είναι αποκλειστικά προς το άτομό του, στέκεται έξω από την πολιτεία. Αλλά ενώ ο κυνικός την αρνείται, γιατί είναι κοιτίδα και πηγή του πολιτισμού και των αγαθών του, ο κυρηναϊκός... (Η κοινωνική φιλοσοφία των αρχαίων Ελλήνων, Κωνσταντίνος Τσάτσος. Εκδ. Ι. Δ. Κολλάρου, 1970)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κυρηναϊκός
|