κυρηναϊκός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κυρηναϊκός η κυρηναϊκή το κυρηναϊκό
      γενική του κυρηναϊκού της κυρηναϊκής του κυρηναϊκού
    αιτιατική τον κυρηναϊκό την κυρηναϊκή το κυρηναϊκό
     κλητική κυρηναϊκέ κυρηναϊκή κυρηναϊκό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κυρηναϊκοί οι κυρηναϊκές τα κυρηναϊκά
      γενική των κυρηναϊκών των κυρηναϊκών των κυρηναϊκών
    αιτιατική τους κυρηναϊκούς τις κυρηναϊκές τα κυρηναϊκά
     κλητική κυρηναϊκοί κυρηναϊκές κυρηναϊκά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κυρηναϊκός < Κυρήν(η) + -α- + -ικός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Επίθετο[επεξεργασία]

κυρηναϊκός -ή, -ό

  1. σχετικός με την Κυρήνη (την αρχαία πόλη της Βόρειας Αφρικής)
    ※  Το σίλφιο των Ελλήνων και των Ρωμαίων είναι ο χυμός, που προέρχεται από το φυτό Thapsia garganica L, που φύεται στην Κυρρηναϊκή (κυρηναϊκός οπός). (Ιστορία της Φαρμακευτικής, Ελένη Σκάλτσα, σελ. 20, ΣΕΑΒ, ISBN: 978-960-603-333-9)
  2. εκπρόσωπος της κυρηναϊκής φιλοσοφικής σχολής
    ※  Οπως και ο κυνικός, έτσι και ο κυρηναϊκός, στραμμένος καθώς είναι αποκλειστικά προς το άτομό του, στέκεται έξω από την πολιτεία. Αλλά ενώ ο κυνικός την αρνείται, γιατί είναι κοιτίδα και πηγή του πολιτισμού και των αγαθών του, ο κυρηναϊκός... (Η κοινωνική φιλοσοφία των αρχαίων Ελλήνων, Κωνσταντίνος Τσάτσος. Εκδ. Ι. Δ. Κολλάρου, 1970)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]