κυριάρχηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κυριάρχηση | οι | κυριαρχήσεις |
γενική | της | κυριάρχησης* | των | κυριαρχήσεων |
αιτιατική | την | κυριάρχηση | τις | κυριαρχήσεις |
κλητική | κυριάρχηση | κυριαρχήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, κυριαρχήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κυριάρχηση < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική κυριάρχη(σις) +-ση [1] < κυριαρχῶ (-έω) < ελληνιστική κοινή κυριαρχία
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ci.ɾiˈaɾ.çi.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κυ‐ρι‐άρ‐χη‐ση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κυριάρχηση θηλυκό
- άλλη μορφή του κυριαρχία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κυριάρχηση
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ s.v. «κυριαρχία» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ση (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)