κυριακό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κυριακό | τα | κυριακά |
γενική | του | κυριακού | των | κυριακών |
αιτιατική | το | κυριακό | τα | κυριακά |
κλητική | κυριακό | κυριακά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κυριακό ουδέτερο
- (θρησκεία) ναός σε κεντρικό σημείο του μοναστηριού ή του μοναστηριακού συγκροτήματος, στον οποίο συγκεντρώνονται οι μοναχοί για την κυριακάτικη Θεία Λειτουργία (ή και σε άλλες ακολουθίες)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη κύριος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κυριακό
|