κυριαρχικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
κυριαρχικά < κυριαρχικός + -ά
Επίρρημα[επεξεργασία]
κυριαρχικά
- με κυριαρχικό τρόπο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κυριαρχικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
κυριαρχικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του κυριαρχικός