κυριεύομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κυριεύομαι < παθητική φωνή του ρήματος κυριεύω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ci.ɾiˈe.vo.me/

Ρήμα[επεξεργασία]

κυριεύομαι

η χώρα κυριεύτηκε από τα εχθρικά στρατεύματα
όποιος κυριεύεται εύκολα από το θυμό, συχνά το μετανιώνει

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]