κυριεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κυριεύω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κυριεύω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ci.ɾiˈe.vo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κυ‐ρι‐εύ‐ω

Ρήμα[επεξεργασία]

κυριεύω, αόρ.: κυρίευσα, παθ.φωνή: κυριεύομαι, π.αόρ.: κυριεύτηκα, μτχ.π.π.: κυριευμένος

  1. γίνομαι κύριος (κυρίαρχος) κάποιου, αποκτώ εξουσία πάνω σε κάτι, κατακτώ, καταλαμβάνω
  2. (για συναισθήματα) πλημμυρίζω κάποιον και ελέγχω τη συμπεριφορά του, καταλαμβάνω
    τον κυρίευσε ο θυμός και δεν ήξερε τι έλεγε

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη κύριος

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ζητούμενο λήμμα

Πηγές[επεξεργασία]