κυριολεκτώ
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κυριολεκτώ < (ελληνιστική κοινή) κυριολεκτέω / κυριολεκτῶ < αρχαία ελληνική κύριος + λέγω
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ci.ɾi.o.leˈkto/
Ρήμα
[επεξεργασία]κυριολεκτώ
- μιλάω χρησιμοποιώντας κάθε λέξη ή φράση με την κύρια σημασία τους
- μιλάω ξεκάθαρα και με σαφήνεια, χωρίς να υπερβάλλω
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- ακυριολεκτώ / ακυρολεκτώ
- ακυριολεξία
- κυριολεκτικά
- κυριολεκτικός
- κυριολεκτικώς
- κυριολεξία
- → δείτε τις λέξεις κύριος και λέγω
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κυριολεκτώ | κυριολεκτούσα | θα κυριολεκτώ | να κυριολεκτώ | κυριολεκτώντας | |
β' ενικ. | κυριολεκτείς | κυριολεκτούσες | θα κυριολεκτείς | να κυριολεκτείς | (κυριολέκτει) | |
γ' ενικ. | κυριολεκτεί | κυριολεκτούσε | θα κυριολεκτεί | να κυριολεκτεί | ||
α' πληθ. | κυριολεκτούμε | κυριολεκτούσαμε | θα κυριολεκτούμε | να κυριολεκτούμε | ||
β' πληθ. | κυριολεκτείτε | κυριολεκτούσατε | θα κυριολεκτείτε | να κυριολεκτείτε | κυριολεκτείτε | |
γ' πληθ. | κυριολεκτούν(ε) | κυριολεκτούσαν(ε) | θα κυριολεκτούν(ε) | να κυριολεκτούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κυριολέκτησα | θα κυριολεκτήσω | να κυριολεκτήσω | κυριολεκτήσει | ||
β' ενικ. | κυριολέκτησες | θα κυριολεκτήσεις | να κυριολεκτήσεις | κυριολέκτησε | ||
γ' ενικ. | κυριολέκτησε | θα κυριολεκτήσει | να κυριολεκτήσει | |||
α' πληθ. | κυριολεκτήσαμε | θα κυριολεκτήσουμε | να κυριολεκτήσουμε | |||
β' πληθ. | κυριολεκτήσατε | θα κυριολεκτήσετε | να κυριολεκτήσετε | κυριολεκτήστε | ||
γ' πληθ. | κυριολέκτησαν κυριολεκτήσαν(ε) |
θα κυριολεκτήσουν(ε) | να κυριολεκτήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κυριολεκτήσει | είχα κυριολεκτήσει | θα έχω κυριολεκτήσει | να έχω κυριολεκτήσει | ||
β' ενικ. | έχεις κυριολεκτήσει | είχες κυριολεκτήσει | θα έχεις κυριολεκτήσει | να έχεις κυριολεκτήσει | ||
γ' ενικ. | έχει κυριολεκτήσει | είχε κυριολεκτήσει | θα έχει κυριολεκτήσει | να έχει κυριολεκτήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κυριολεκτήσει | είχαμε κυριολεκτήσει | θα έχουμε κυριολεκτήσει | να έχουμε κυριολεκτήσει | ||
β' πληθ. | έχετε κυριολεκτήσει | είχατε κυριολεκτήσει | θα έχετε κυριολεκτήσει | να έχετε κυριολεκτήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κυριολεκτήσει | είχαν κυριολεκτήσει | θα έχουν κυριολεκτήσει | να έχουν κυριολεκτήσει |
|