κυριούλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κυριούλα οι κυριούλες
      γενική της κυριούλας
    αιτιατική την κυριούλα τις κυριούλες
     κλητική κυριούλα κυριούλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κυριούλα < κυρία + υποκοριστικό επίθημα -ούλα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κυριούλα θηλυκό

  1. χαρακτηρισμός ηλικιωμένης γυναίκας που δείχνει συμπάθεια ή λύπηση
    ήρθε και έκατσε δίπλα μου μια πολύ συμπαθητική κυριούλα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]