κυριούλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κυριούλα | οι | κυριούλες |
γενική | της | κυριούλας | — | |
αιτιατική | την | κυριούλα | τις | κυριούλες |
κλητική | κυριούλα | κυριούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κυριούλα < κυρία + υποκοριστικό επίθημα -ούλα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κυριούλα θηλυκό
- χαρακτηρισμός ηλικιωμένης γυναίκας που δείχνει συμπάθεια ή λύπηση
- ήρθε και έκατσε δίπλα μου μια πολύ συμπαθητική κυριούλα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κυριούλα
|