κυριούλης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κυριούλης οι κυριούληδες
      γενική του κυριούλη των κυριούληδων
    αιτιατική τον κυριούλη τους κυριούληδες
     κλητική κυριούλη κυριούληδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κυριούλης < κύρ(ος) + υποκοριστικό επίθημα -ούλης

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κυριούλης αρσενικό

  • χαρακτηρισμός ηλικιωμένου άντρα που δείχνει συμπάθεια ή λύπηση
    είμαστε μετά τον κυριούλη που κρατάει την άσπρη τσάντα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]