Μετάβαση στο περιεχόμενο

κυρώνω

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: κηρώνω, κρυώνω

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κυρώνω < αρχαία ελληνική κῡρόω / κυρῶ + -ώνω < κῦρος

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ciˈɾo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κυρώνω
ομόηχο: κηρώνω (αρχ. ελληνικά)

κυρώνω, αόρ.: κύρωσα, παθ.φωνή: κυρώνομαι, π.αόρ.: κυρώθηκα, μτχ.π.π.: κυρωμένος

Συγγενικά

[επεξεργασία]

 και δείτε τη λέξη κύρος

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]