κυσοχήνη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κυσοχήνη < κυσός (πρωκτός) + χαίνω (χάσκω)[1] • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κυσοχήνη θηλυκό

  1. (σπάνιο) εὐρυπρωκτία[1]
  2. (σπάνιο) ξύλο στο οποίο έδεναν πόρνες για τιμωρία[1]
※  εἶδος δεσμοῦ. οἱ δὲ εὐρυπρωκτίαν. οἱ δὲ ξύλον ἐν ᾧ ἁμαρτάνουσαι αἱ πόρναι ἐδεσμεύοντο (λήμμα κυσοχήνη Ησύχιος, Γλώσσαι, Κ)

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. 1,0 1,1 1,2 Άνθιμος Γαζής (1839). Λεξικόν της Ελληνικής γλώσσης επίτομον. Β΄. Αθήνα: Εκ της Τυπογραφίας του εκδότου Κωνσταντίνου Γκαρπολά. σελ. 261-262.  Στην Ψηφιακή Βιβλιοθήκη Νεοελληνικών Σπουδών Ανέμη.

Πηγές[επεξεργασία]