κυστεοκολπικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κυστεοκολπικός < κύστη + -ο- + κολπικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική vesicovaginal)
Επίθετο[επεξεργασία]
κυστεοκολπικός, -ή, -ό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κυστεοκολπικός