κυστεοπροστατεκτομή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κυστεοπροστατεκτομή < κύστε(ος) + προστατ(ης) + -εκτομή • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κυστεοπροστατεκτομή θηλυκό
- (ιατρική) χειρουργική αφαίρεση της ουροδόχου κύστεως και του προστάτη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κυστεοπροστατεκτομή
|