κυστεοσκόπηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κυστεοσκόπηση οι κυστεοσκοπήσεις
      γενική της κυστεοσκόπησης* των κυστεοσκοπήσεων
    αιτιατική την κυστεοσκόπηση τις κυστεοσκοπήσεις
     κλητική κυστεοσκόπηση κυστεοσκοπήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, κυστεοσκοπήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κυστεοσκόπηση < κύστη + -ο- + -σκόπηση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική cystoscopy)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κυστεοσκόπηση θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]