κυστεουρητηρικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κυστεουρητηρικός < κύστη + -ο- + ουρητήρας + -ικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική cystourethral)
Επίθετο[επεξεργασία]
κυστεουρητηρικός
- (ανατομία) που έχει σχέση με την ουροδόχο κύστη και τον ουρητήρα ή αναφέρεται σ’ αυτά
- ↪κυστεοουρητηρική παλινδρόμηση
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κυστεουρητηρικός
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ικός (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ανατομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)