κυστεουρητηρικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κυστεουρητηρικός η κυστεουρητηρική το κυστεουρητηρικό
      γενική του κυστεουρητηρικού της κυστεουρητηρικής του κυστεουρητηρικού
    αιτιατική τον κυστεουρητηρικό την κυστεουρητηρική το κυστεουρητηρικό
     κλητική κυστεουρητηρικέ κυστεουρητηρική κυστεουρητηρικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κυστεουρητηρικοί οι κυστεουρητηρικές τα κυστεουρητηρικά
      γενική των κυστεουρητηρικών των κυστεουρητηρικών των κυστεουρητηρικών
    αιτιατική τους κυστεουρητηρικούς τις κυστεουρητηρικές τα κυστεουρητηρικά
     κλητική κυστεουρητηρικοί κυστεουρητηρικές κυστεουρητηρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κυστεουρητηρικός < κύστη + -ο- + ουρητήρας + -ικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική cystourethral)

Επίθετο[επεξεργασία]

κυστεουρητηρικός

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]