κυστοειδής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | κυστοειδής | η | κυστοειδής | το | κυστοειδές |
γενική | του | κυστοειδούς* | της | κυστοειδούς | του | κυστοειδούς |
αιτιατική | τον | κυστοειδή | την | κυστοειδή | το | κυστοειδές |
κλητική | κυστοειδή(ς) | κυστοειδής | κυστοειδές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | κυστοειδείς | οι | κυστοειδείς | τα | κυστοειδή |
γενική | των | κυστοειδών | των | κυστοειδών | των | κυστοειδών |
αιτιατική | τους | κυστοειδείς | τις | κυστοειδείς | τα | κυστοειδή |
κλητική | κυστοειδείς | κυστοειδείς | κυστοειδή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
κυστοειδής, -ής, -ές
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη κύστη