κυτταροπλασματικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κυτταροπλασματικός η κυτταροπλασματική το κυτταροπλασματικό
      γενική του κυτταροπλασματικού της κυτταροπλασματικής του κυτταροπλασματικού
    αιτιατική τον κυτταροπλασματικό την κυτταροπλασματική το κυτταροπλασματικό
     κλητική κυτταροπλασματικέ κυτταροπλασματική κυτταροπλασματικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κυτταροπλασματικοί οι κυτταροπλασματικές τα κυτταροπλασματικά
      γενική των κυτταροπλασματικών των κυτταροπλασματικών των κυτταροπλασματικών
    αιτιατική τους κυτταροπλασματικούς τις κυτταροπλασματικές τα κυτταροπλασματικά
     κλητική κυτταροπλασματικοί κυτταροπλασματικές κυτταροπλασματικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κυτταροπλασματικός < κυτταρόπλασμα + -ικός ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική cytoplasmique)

Επίθετο[επεξεργασία]

κυτταροπλασματικός

Μεταφράσεις[επεξεργασία]