κυτταροπλασματικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κυτταροπλασματικός < κυτταρόπλασμα + -ικός ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική cytoplasmique)
Επίθετο[επεξεργασία]
κυτταροπλασματικός
- (βιολογία) που έχει σχέση με το κυτταρόπλασμα ή αναφέρεται σ’ αυτό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κυτταροπλασματικός
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ικός (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βιολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)