κυτταροστατικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κυτταροστατικός < κύτταρο + -ο- + στατικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική cytostatic)
Επίθετο[επεξεργασία]
κυτταροστατικός, -ή, -ό
- (ιατρική, βιολογία) που αναστέλλει την ανάπτυξη και τον πολλαπλασιασμό των κυττάρων
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κυτταροστατικός
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Βιολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)