κυτταρόλυμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κυτταρόλυμα ουδέτερο
- (βιολογία): το διαλυτό μέρος του κυτοπλάσματος που δεν είναι ιξώδες, περιλαμβανομένων και των διαλυμένων ουσιών.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κυτταρόλυμα
|