κυψελίδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κυψελίδα < ελληνιστική κοινή κυψελίς (1η σημασία) αρχαία ελληνική κυψελίς (2. (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική cellule)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ci.pseˈli.ða/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κυψελίδα θηλυκό
- το «κερί» που εκκρίνεται από αδένες του αφτιού
- (ανατομία) μικροσκοπικός πνευμονικός αερόσακος
- μικροσκοπικός ασκός που εισάγει οξυγόνο στο αίμα (σε τριχοειδή αγγεία) ενώ αφαιρεί (από το αίμα) το διοξείδιο του άνθρακα
- ονομασία πολύ μικρών πολυάριθμων κοίλων πνευμονικών οργανιδίων
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη κυψέλη
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ελπίδα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ανατομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)