κωδωνοστάσιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κωδωνοστάσιο ουδέτερο
- ο χώρος που είναι τοποθετημένες οι καμπάνες στο καμπαναριό
- το καμπαναριό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κωδωνοστάσιο
→ δείτε τη λέξη καμπαναριό |