κωλάδικο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κωλάδικο τα κωλάδικα
      γενική του κωλάδικου των κωλάδικων
    αιτιατική το κωλάδικο τα κωλάδικα
     κλητική κωλάδικο κωλάδικα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κωλάδικο < κώλ(ος) + -άδικο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κωλάδικο ουδέτερο

  1. (αργκό, χυδαίο) το νυχτερινό κέντρο όπου παίζουν μπουζούκια για τον καλό κόσμο
    ※  Οι μάγκες αποκαλούν κωλάδικα εκείνα τα άνοστα κέντρα διασκεδάσεως, όπου παίζουνν διάφορες βεντέτες του μπουζουκιού. […] Μέσα σε ελάχιστα χρόνια το κωλάδικο επέβη το κατ' εξοχήν κέντρο διασκεδάσεως των κώλων, τουτέστιν των μπουρζουάδων
    Ηλίας Πετρόπουλος, Το Άγιο Χασισάκι [1987]. Αθήνα: Νεφέλη, 2014, σ. 70. ISBN 960-211-103-8.
    → δείτε και τις λέξεις μπουζουκομάγαζο και σκυλάδικο
  2. (αργκό) μπαρ ή άλλο νυχτερινό κέντρο με γυναίκες που προσφέρουν τη συντροφιά τους με πληρωμή
     συνώνυμα: κωλόμπαρο
  3. (μειωτικό, απαξιωτικό) το αχούρι
    άνοιξε κάνα παράθυρο να ξεβρομίσει, στρώσε το κρεβάτι σου και καθάρισε! Κωλάδικο το έκανες εδώ μέσα!

Μεταφράσεις[επεξεργασία]