κωλοβάρεμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κωλοβάρεμα ουδέτερο
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του κωλοβαράω
- τεμπέλιασμα
- κωλυσιεργία
- (σπάνιο) το χτύπημα στον κώλο