κωλοδάχτυλο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κωλοδάχτυλο τα κωλοδάχτυλα
      γενική του κωλοδάχτυλου των κωλοδάχτυλων
    αιτιατική το κωλοδάχτυλο τα κωλοδάχτυλα
     κλητική κωλοδάχτυλο κωλοδάχτυλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κωλοδάχτυλο < κωλο- + δάχτυλο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κωλοδάχτυλο ουδέτερο

  1. δακτυλική εξέταση του πρωκτού
    ντρέπομαι να πάω στο γιατρό γιατί φοβάμαι ότι θα μου βάλει κωλοδάχτυλο.
  2. χυδαία υβριστική χειρονομία με ορθωμένο τον μέσο και κλειστά τα υπόλοιπα δάκτυλα. Υπάρχει και παραλλαγή που γίνεται με ανοιχτά τα δάχτυλα, τον μέσο σε ορθή γωνία με την παλάμη και το χέρι σε πλευρική κίνηση μπρος-πίσω.
    ο ποδοσφαιριστής αποβλήθηκε γιατί έδειξε κωλοδάχτυλο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]