κωλυσιεργώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κωλυσιεργώ < ελληνιστική κοινή κωλυσιεργέω / κωλυσιεργῶ < αρχαία ελληνική κωλύω + ἔργον
Ρήμα
[επεξεργασία]κωλυσιεργώ
- παρεμβάλλω σκόπιμα εμπόδια για προσωπικό όφελος και ταυτόχρονα καθυστερώ τη διεξαγωγή εργασιών ή διαδικασιών
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- κωλυσιεργία
- κωλυσιεργικός
- κωλυσιεργός
- → δείτε τις λέξεις κωλύω και έργο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μεταθέτω χρονικά