κωλόβαθρον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | κωλόβαθρον | τὰ | κωλόβαθρᾰ | ||||
γενική | τοῦ | κωλοβάθρου | τῶν | κωλοβάθρων | ||||
δοτική | τῷ | κωλοβάθρῳ | τοῖς | κωλοβάθροις | ||||
αιτιατική | τὸ | κωλόβαθρον | τὰ | κωλόβαθρᾰ | ||||
κλητική ὦ! | κωλόβαθρον | κωλόβαθρᾰ | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κωλοβάθρω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | κωλοβάθροιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κωλόβαθρον < κωλό- (αρχαία ελληνική κῶλον) + βάθρον (< βαίνω)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κωλόβαθρον ουδέτερο
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με αρχαίες κλίσεις (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'πρόσωπον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπον' (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης ουδέτερα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά ουδέτερα προπαροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις προπαροξύτονες (ελληνιστική κοινή)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Ελληνιστική κοινή
- Ουσιαστικά (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)