κωλόχαρτο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /koˈlo.xaɾ.to/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κω‐λό‐χαρ‐το
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κωλόχαρτο ουδέτερο
- (προφορικό, χυδαίο) χαρτί υγείας
- ↪ Ρίχνοντας μέσα της τα κωλόχαρτα, την βούλωσε την λεκάνη…
- ≈ συνώνυμα: κωλοσφούγγι
- (μεταφορικά, μειωτικό) δυσάρεστο ή άχρηστο έγγραφο
- ↪ Μου έστειλε πάλι τα κωλόχαρτά της η Εφορία…
- ↪ Αυτά τα κωλόχαρτα τι τα κρατάς; Δεν βοηθάνε…
- ≈ συνώνυμα: παλιόχαρτο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κυριολεκτικά
→ δείτε τη λέξη χαρτί υγείας |
Πηγές[επεξεργασία]
- κωλόχαρτο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα κωλό- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Προφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Χυδαιολογίες (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Μειωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)