κωλύομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /koˈli.o.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κω‐λύ‐ο‐μαι
Ρήμα[επεξεργασία]
κωλύομαι, πρτ.: κωλυόμουν, μόνο στο ενεστωτικό θέμα
- παθητική φωνή του ρήματος κωλύω
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κωλύομαι
|
→ και δείτε τη λέξη κωλύω
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
κωλύομαι
- μεσοπαθητική φωνή του ρήματος κωλύω