κωλώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κωλώνω < κώλος + -νω

Ρήμα[επεξεργασία]

κωλώνω

  1. σταματώ να προσπαθώ, κολλάω, παρατάω
    αλλά όταν τους ζήτησαν να φέρουν τα χαρτιά αυτοί κώλωσαν
    δεν κωλώνει μπροστά σε καμιά δυσκολία
  2. (ειδικότερα) (για μεταφορικό μέσο) παρκάρω ακριβώς ή σχεδόν ακριβώς στην άκρη κάποιου άλλου μέσου ή αντικειμένου
    κώλωσε το αμάξι σου στο μπροστινό για να χωρέσω κι εγώ

Μεταφράσεις[επεξεργασία]