κωμικότης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | κωμικότης | αἱ | κωμικότητες | ||||
γενική | τῆς | κωμικότητος | τῶν | κωμικοτήτων | ||||
δοτική | τῇ | κωμικότητι | ταῖς | κωμικότησι(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | κωμικότητα | τὰς | κωμικότητᾰς | ||||
κλητική ὦ! | κωμικότης | κωμικότητες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κωμικότης, -ητος θηλυκό