κωπηλάτηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κωπηλάτηση οι κωπηλατήσεις
      γενική της κωπηλάτησης των κωπηλατήσεων
    αιτιατική την κωπηλάτηση τις κωπηλατήσεις
     κλητική κωπηλάτηση κωπηλατήσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κωπηλάτηση < κωπηλατώ + -ση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κωπηλάτηση θηλυκό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]