κωφάλαλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κωφάλαλος οι κωφάλαλοι
      γενική του κωφάλαλου
κωφαλάλου
των κωφάλαλων
κωφαλάλων
    αιτιατική τον κωφάλαλο τους κωφάλαλους
κωφαλάλους
     κλητική κωφάλαλε κωφάλαλοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /koˈfa.la.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κω‐φά‐λα‐λος

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

κωφάλαλος < κωφ(ός) + άλαλος (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική sourd-muet[1]

Επίθετο[επεξεργασία]

κωφάλαλος

  • που δεν μπορεί να ακούσει, με συνέπεια την απώλεια ικανότητας ομιλίας

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

κωφάλαλος < ουσιαστικοποιημένο αρσενικό του επιθέτου κωφάλαλος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κωφάλαλος αρσενικό

Αναφορές[επεξεργασία]