κωφαλαλία
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κωφαλαλία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κωφαλαλία θηλυκό
- η κατάσταση κατά την οποία κάποιος δεν μπορεί ούτε να ακούσει ούτε να μιλήσει
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
κωφαλαλία στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κωφαλαλία
|