Μετάβαση στο περιεχόμενο

κωφαλαλία

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κωφαλαλία οι κωφαλαλίες
      γενική της κωφαλαλίας των κωφαλαλιών
    αιτιατική την κωφαλαλία τις κωφαλαλίες
     κλητική κωφαλαλία κωφαλαλίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κωφαλαλία < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κωφαλαλία θηλυκό

  • η κατάσταση κατά την οποία κάποιος δεν μπορεί ούτε να ακούσει ούτε να μιλήσει


Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]