κόβαλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια, ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης. |
έτσι ώστε να υπάρχει ομοιομορφία με τις υπόλοιπες σελίδες. Παρακαλούμε βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι η μορφή της σελίδας ταιριάζει με τα στάνταρντ του Βικιλεξικού. |
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κόβαλος < [αβέβ. ετυμολογ.]· ίσως ξένη λέξη
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κόβαλος αρσενικό, κρυψίνους
ο αναίσχυντος, ο πανούργος
- μυθολ., συνοδοί του Διονύσου που φοβέριζαν τους ανθρώπους πρβ σήμερα γκόλουμ από τη κινηματογραφική ταινία «ο άρχοντας των δαχτυλιδιών».
Παράγωγα[επεξεργασία]
- κοβαλεύω (εξαπατώ με κολακείες}
- κοβαλεία
- κοβαλίκευμα
- κουβαλάω
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- κουβάριον ή κωβάριον το κολεόπτερο και το μαλακοκέλυφο σκανθάρι που ζει σε σκιερά μέρη και ξυλώδη σάπια υλικά.