Μετάβαση στο περιεχόμενο

κόβω

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

κόβω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κόβω < αρχαία ελληνική κόπτω. Για την αλλαγή -πτ- > -β- δείτε κόβω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈko.vo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κόβω

κόβω, πρτ.: έκοβα, στ.μέλλ.: θα κόψω, αόρ.: έκοψα, παθ.φωνή: κόβομαι, π.αόρ.: κόπηκα, μτχ.π.π.: κομμένος

  1. διαιρώ κάτι σε μικρότερα μέρη
    παράδειγμα  Πότε θα κοπεί η πρωτοχρονιάτικη πίτα;
  2. αφαιρώ ένα μέρος από κάτι· αποκόπτω
    παράδειγμα  Έκοψε ένα κλαδί από το δέντρο - το κείμενο είναι πολύ μεγάλο, να κόψουμε κάτι
    παράδειγμα  Κόπηκε ένα κλαδί από το δέντρο
  3. διακόπτω κάτι ή κάποιον
    παράδειγμα  Τον έκοψαν πάνω στο καλύτερο.
  4. εγκαταλείπω, διακόπτω μια συνήθεια
    παράδειγμα  κόβω το κάπνισμα
    παράδειγμα  Πότε θα κόψεις το παλιοτσίγαρο;
    παράδειγμα  Από δω και πέρα κόβονται τα περιττά έξοδα.
     συνώνυμα: σταματάω
  5. αναγκάζω κάποιον να διακόψει μια συνήθεια
    παράδειγμα  Θα του τα κόψω εγώ αυτά.
  6. (λαϊκότροπο) υποθέτω ή δημιουργώ ή έχω μια γνώμη για τον χαρακτήρα κάποιου
    παράδειγμα  Δεν τον έκοψες τι κουμάσι ήταν;
    παράδειγμα  Εγώ σε κόβω για πολύ καλό μαθητή και ελπίζω να μη με απογοητεύσεις στις εξετάσεις.
  7. (χαρτοπαίγνιο) μετακινώ ένα τμήμα της τράπουλας από το πάνω στο κάτω μέρος της
  8. (σχολική ζωή, διαγωνισμοί) ως βαθμολογητής βάζω βαθμό κάτω από τη βάση σε κάποιον
    παράδειγμα  κόπηκε στα μαθηματικά
  9. (μαγειρική, αμετάβατο) για κρέμες όταν αλλοιώνεται η όψη και η γεύση τους επειδή το αυγό που περιέχεται στα υλικά τους βράζει
    παράδειγμα  Αν δεν ανακατεύεις συνέχεια το αβγολέμονο, θα σου κόψει.
  10. (μαγειρική, αμετάβατο) για το γάλα όταν έχει τυροποιηθεί μερικώς λόγω όξυνσης ή ηλικίας
    παράδειγμα  Ποιος ξέρει πόσες μέρες το έχει αυτό το γάλα, έβαλα να το ζεστάνω και αυτό έκοψε.
  11. (αμετάβατο) στρίβω με όχημα ή πεζός
      Ο Γκανίας αγόρασε ένα κουλούρι κι έκοψε απ’ την οδό Ακαδημίας. (Τάσος Αθανασιάδης (1984) Οι τελευταίοι εγγονοί [μυθιστόρημα])
  12. (αθλητισμός) παρεμβαίνω αμυντικά και αποτρέπω επιθετική κίνηση ή πάσα του αντιπάλου
  13.  και δείτε το παθητικό κόβομαι

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

όπως ενδεικτικά

Επίσης

 και δείτε τη λέξη κόπτω για περισσότερα σύνθετα

Παθητική φωνή λείπει η κλίση

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

κόβω < κόπτω με βάση το συνοπτικό θέμα κοψ- κατά το σχήμα κρύπτω>κρύβω [1]

κόβω

Αναφορές

[επεξεργασία]