κόζι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κόζι τα κόζια
      γενική του κοζιού των κοζιών
    αιτιατική το κόζι τα κόζια
     κλητική κόζι κόζια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κόζι < (άμεσο δάνειο) τουρκική koz + [1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κόζι ουδέτερο (λαϊκό, ιδιωματικό)

  1. καρύδι
  2. (μεταφορικά) δύναμη, αντοχή
  3. (μεταφορικά) μέσο για την προώθηση ατομικών συμφερόντων
  4. ονομασία για το δυνατό φύλλο (ατού) σε ορισμένα χαρτοπαίγνια με «μπάζες» (όπως λ.χ. το σκαμπίλι)
  5. το προσεκτικό κοίταγμα
    → δείτε και τη λέξη κοζάρω

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • Ορφανός, Βασίλης (2020) Τουρκικά δάνεια στα Ελληνικά της Κρήτης, Propylaeum, Heidelberg University Library 2020 (DOI), download.σελ.1-405.pdf, 1η έκδοση:2014