κόζι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κόζι | τα | κόζια |
γενική | του | κοζιού | των | κοζιών |
αιτιατική | το | κόζι | τα | κόζια |
κλητική | κόζι | κόζια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κόζι < (άμεσο δάνειο) τουρκική koz + -ι [1]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κόζι ουδέτερο (λαϊκό, ιδιωματικό)
- καρύδι
- (μεταφορικά) δύναμη, αντοχή
- (μεταφορικά) μέσο για την προώθηση ατομικών συμφερόντων
- ονομασία για το δυνατό φύλλο (ατού) σε ορισμένα χαρτοπαίγνια με «μπάζες» (όπως λ.χ. το σκαμπίλι)
- το προσεκτικό κοίταγμα
- → δείτε και τη λέξη κοζάρω
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κόζι
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ κόζι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
[επεξεργασία]- Ορφανός, Βασίλης (2020) Τουρκικά δάνεια στα Ελληνικά της Κρήτης, Propylaeum, Heidelberg University Library 2020 (DOI), download.σελ.1-405.pdf, 1η έκδοση:2014
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαϊκοί όροι (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)