κόκπιτ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κόκπιτ < αγγλική cockpit < cock + pit

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κόκπιτ ουδέτερο άκλιτο

  • το πιλοτήριο
    To φως της δημοσιότητας είδαν τα πρώτα σχέδια ενός νέου προηγμένου τεχνολογικά επιβατηγού αεροσκάφους. Το πιο ενδιαφέρον αλλά και εντυπωσιακό χαρακτηριστικό του νέου σκάφους είναι ότι το κόκπιτ δεν θα βρίσκεται στο μπροστινό τμήμα αλλά σε οποιοδήποτε σημείο επιλέξει ο σχεδιαστής ακόμη και στην… ουρά. (*)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]