κόλαξ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
κολᾰκ-
ονομαστική κόλαξ οἱ κόλακες
      γενική τοῦ κόλακος τῶν κολάκων
      δοτική τῷ κόλακ τοῖς κόλαξ(ν)
    αιτιατική τὸν κόλακ τοὺς κόλακᾰς
     κλητική ! κόλαξ κόλακες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κόλακε
γεν-δοτ τοῖν  κολάκοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κόλαξ < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κόλαξ αρσενικό

Πηγές[επεξεργασία]