Μετάβαση στο περιεχόμενο

κόλι

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κόλι τα κόλια
      γενική
    αιτιατική το κόλι τα κόλια
     κλητική κόλι κόλια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κόλι < τουρκική kol (βραχίονας, χέρι, κλάδος, τμήμα) < οθωμανική τουρκική قول (qol) < πρωτοτουρκική *kōl (βραχίονας)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κόλι ουδέτερο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]