κόλλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κόλλα | οι | κόλλες |
γενική | της | κόλλας | των | κολλών |
αιτιατική | την | κόλλα | τις | κόλλες |
κλητική | κόλλα | κόλλες | ||
όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
- κόλλα < αρχαία ελληνική κόλλα
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κόλλα θηλυκό
- παχύρρευστη ουσία που χρησιμοποιείται για να κολλήσουν στέρεα μεταξύ τους δύο σώματα
- ένα φύλλο χαρτιού για γράψιμο
- κόλλα αναφοράς
- θα σε τυλίξω σε μια κόλλα χαρτί: (απειλή) θα σου κάνω αγωγή ή αναφορά στους ανωτέρους σου και θα έχεις προβλήματα
- το χαρτί (κυπριακά)
- (παρωχημένο) ουσία, συνήθως μίγμα νερού με αλεύρι ή ζάχαρη, που χρησιμοποιείται για να παραμείνει σκληρό και σιδερωμένο το τμήμα ή ολόκληρο το ρούχο
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη κολλώ
Σύνθετα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
κόλλα στη Βικιπαίδεια
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος[επεξεργασία]
κόλλα ουδέτερο (και κόλα)
- ουδέτερο του κόλλο, στην ονομαστική και την αιτιατική του πληθυντικού, συνήθως χρησιμοποιείται στον πληθυντικό και σημαίνει πακέτα
- ※ ΤΕΛΩΝΕΙΑΚΕΣ ΥΠΕΡΗΜΕΡΙΕΣ, ΑΠΟΘΗΚΗΣ ΑΠΛΕΣ: Εάν το βάρος του κάθε κόλλου ξεπερνά τα 50 Kg , τότε διαιρούμε το συνολικό βάρος του εμπορεύματος με το 50 και ευρίσκουμε τα κόλλα που θα χρεώσουμε ([1])
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συγκολλητικό υλικό
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κόλλα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κόλλα θηλυκό (της κόλλης, την κόλλην)
- γενική ονομασία για παχύρρευστα υγρά που έχουν την ιδιότητα να ενώνουν μόνιμα δύο αντικείμενα
- ※ ἐστιν ἔργον τοῦ Χίου, σιδήρου κόλλησιν ἀνδρὸς εὑρόντος· ἔλασμα δὲ ἕκαστον τοῦ ὑποθήματος ἐλάσματι ἄλλῳ προσεχὲς οὐ περόναις ἐστὶν ἢ κέντροις, μόνη δὲ ἡ κόλλα συνέχει τε καὶ ἔστιν αὕτη τῷ σιδήρῳ δεσμός (Παυσανίας, Ελλάδος περιήγησης 10.16.1)
- ※ ὁ δὲ πτερὰ κατασκευάσας ἑαυτῷ καὶ τῷ παιδὶ ἀναπτάντι ἐνετείλατο μήτε εἰς ὕψος πέτεσθαι, μὴ τακείσης τῆς κόλλης ὑπὸ τοῦ ἡλίου αἱ πτέρυγες λυθῶσι, μήτε ἐγγὺς θαλάσσης, ἵνα μὴ τὰ πτερὰ ὑπὸ τῆς νοτίδος λυθῇ. Ἴκαρος δὲ ἀμελήσας τῶν τοῦ πατρὸς ἐντολῶν ψυχαγωγούμενος ἀεὶ μετέωρος ἐφέρετο· τακείσης δὲ τῆς κόλλης πεσὼν εἰς τὴν ἀπʼ ἐκείνου κληθεῖσαν Ἰκαρίαν θάλασσαν ἀπέθανε. (Επιτομή Απολλοδώρου)
Πηγές[επεξεργασία]
- «κόλλα» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία'
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Κυπριακά
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι κυρίων ονομάτων (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)