κόλλα
Πήδηση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | κόλλα | κόλλες |
γενική | κόλλας | κολλών |
αιτιατική | κόλλα | κόλλες |
κλητική | κόλλα | κόλλες |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κόλλα < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κόλλα θηλυκό
- παχύρρευστη ουσία που χρησιμοποιείται για να κολλήσουν στέρεα μεταξύ τους δύο σώματα
- ένα φύλλο χαρτιού για γράψιμο
- κόλλα αναφοράς
- θα σε τυλίξω σε μια κόλλα χαρτί: (απειλή) θα σου κάνω αγωγή ή αναφορά στους ανωτέρους σου και θα έχεις προβλήματα
- το χαρτί (κυπριακή διάλεκτος)
- (παρωχημένο) ουσία, συνήθως μίγμα νερού με αλεύρι ή ζάχαρη, που χρησιμοποιείται για να παραμείνει σκληρό και σιδερωμένο το τμήμα ή ολόκληρο το ρούχο
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη: κολλώ
Σύνθετα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
κόλλα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συγκολλητικό υλικό
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κόλλα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κόλλα
- γενική ονομασία για παχύρευστα υγρά που έχουν την ιδιότητα να ενώνουν μόνιμα δύο αντικείμενα