κόλλυβα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | κόλλυβα | ||
γενική | των | κολλύβων | ||
αιτιατική | τα | κόλλυβα | ||
κλητική | κόλλυβα | |||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κόλλυβα < μεσαιωνική ελληνική κόλλυβα (γλύκισμα από στάρι) < ελληνιστική κοινή κόλλυβα < μεσαιωνική ελληνική κόλλυβος (μικρό νόμισμα)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κόλλυβα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό[1]
[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- με ξένα κόλλυβα:
- με τα χρήματα άλλων
- αφήνω να εννοηθεί ότι είναι δικό μου κατόρθωμα ενώ στην πραγματικότητα έγινε είτε με τη βοήθεια άλλων είτε αποκλειστικά από άλλους
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
κόλλυβα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κόλλυβα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)