κόλπωμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κόλπωμα τα κολπώματα
      γενική του κολπώματος των κολπωμάτων
    αιτιατική το κόλπωμα τα κολπώματα
     κλητική κόλπωμα κολπώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κόλπωμα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κόλπωμα < κόλπ(ος) + -ωμα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈkol.po.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κόλ‐πω‐μα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κόλπωμα ουδέτερο

  1. (ανατομία) προβολές του βλεννογόνου (σαν μικρά σακουλάκια) μέσα από τρύπες που δημιουργούνται στους μύες που περιβάλλουν τον πεπτικό σωλήνα στο πεπτικό σύστημα
  2. (λόγιο) πλατιά πτύχωση

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη κόλπος (σημασία για την ανατομία)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]