κόμη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: κόμμι, κώμη

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κόμη οι κόμες
      γενική της κόμης των κομών
    αιτιατική την κόμη τις κόμες
     κλητική κόμη κόμες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κόμη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κόμη

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈko.mi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κό‐μη
ομόηχα: κώμη, κόμμι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κόμη θηλυκό

  1. (λόγιο) το σύνολο της τριχοφυΐας στο άνω ραχιαίο, άνω πλευρικό και οπίσθιο μέρος του ανθρώπινου κεφαλιού
    ※  Διονύσιος Σολωμός, Ἡ καταστροφὴ τῶν Ψαρῶν
    Στῶν Ψαρῶν τὴν ὁλόμαυρη ράχη
    περπατώντας ἡ Δόξα μονάχη,
    μελετᾶ τὰ λαμπρὰ παλληκάρια,
    καὶ στὴν κόμη στεφάνη φορεῖ,
    καμωμένο ἀπὸ λίγα χορτάρια,
    ποὺ εἶχαν μείνει στὴν ἔρημη γῆ.
  2. το φύλλωμα ενός δέντρου

Συγγενικά[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

κόμη αρσενικό



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κόμη αἱ κόμαι
      γενική τῆς κόμης τῶν κομῶν
      δοτική τῇ κόμ ταῖς κόμαις
    αιτιατική τὴν κόμην τὰς κόμᾱς
     κλητική ! κόμη κόμαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κόμ
γεν-δοτ τοῖν  κόμαιν
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'βελόνη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κόμη : Συνδέεται ετυμολογικά με το κομάω/κομῶ (πιθανώς και να προέρχεται απ’ αυτό με αναδρομικό σχηματισμό)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κόμη θηλυκό

  1. κόμη, μαλλιά
  2. γένι
  3. (μεταφορικά) φύλλωμα δέντρου
  4. η φωτεινή ουρά ενός κομήτη

Πηγές[επεξεργασία]