κόμοδος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | κόμοδος | η | κόμοδη | το | κόμοδο |
γενική | του | κόμοδου | της | κόμοδης | του | κόμοδου |
αιτιατική | τον | κόμοδο | την | κόμοδη | το | κόμοδο |
κλητική | κόμοδε | κόμοδη | κόμοδο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | κόμοδοι | οι | κόμοδες | τα | κόμοδα |
γενική | των | κόμοδων | των | κόμοδων | των | κόμοδων |
αιτιατική | τους | κόμοδους | τις | κόμοδες | τα | κόμοδα |
κλητική | κόμοδοι | κόμοδες | κόμοδα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
κόμοδος, -η, -ο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κόμοδος
|